- όσσομαι
- ὄσσομαι και ενεργ. αιολ. τ. ὄσσω (Α)1. βλέπω2. συλλαμβάνω με τον νου, φαντάζομαι3. προβλέπω, προμαντεύω4. (συν. για κάτι κακό) προμηνύω, προλέγω, ιδίως με το βλέμμα μου ή με κινήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *okw- (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. "-ye / o (πρβλ. όσσε)].
Dictionary of Greek. 2013.